Τα διάφορα πρόσωπα του ρατσισμού.
Υπερήλικας, γιος προσφύγων ο ίδιος, αρχίζει να μιλάει απαξιωτικά για πρόσφυγες και μετανάστες. Οι γονείς σου ήταν πρόσφυγες! λέω. Εκείνοι δεν ήρθαν έτσι, απαντά. Του θυμίζω τις συνθήκες και τον ρατσισμό που αντιμετώπισαν οι Μικρασιάτες.
Δεν είναι το ίδιο, εκείνοι ήταν Έλληνες! (το είπε με στόμφο αυτό). "Τουρκόσπορους" τους έλεγαν και πολλά άλλα, ξεχνάς την ιστορία και τι πέρασαν οι ίδιοι οι γονείς σου.
"Δεν είμαι ρατσιστής!"
Ναι, το είπε και το πιστεύω ότι δεν θέλει να είναι ρατσιστής χωρίς δεν αντιλαμβάνεται
τον ρατσισμό και την ξενοφοβία που εκφράζει και υπηρετεί.
Παραπληροφορημένος είσαι, του κάνω. (Λογικό μέχρι ένα βαθμό, κλεισμένοι στο σπίτι βομβαρδίζονται συνεχώς από τα μηνύματα σκάι κλπ και της προπαγάνδας τους, χωρίς άλλες διεξόδους πληροφορίας).
"Ήρθαν στο σπίτι μας (εννοεί την πατρίδα μας την Ελλάς), μας πήραν τις δουλειές μας και οι νέοι μας είναι άνεργοι, η κυβέρνηση σωστά έκανε προσλήψεις για το στρατό, γιατί έτσι θα αντιμετωπίσουμε τους Τούρκους, εμείς δώσαμε πολιτισμό στους Ευρωπαίους και τι κάνουν αυτοί,..."
Σε όλα του απαντούσα, μην σας κουράσω. Ξέρετε ποια ήταν η απάντηση του στο τέλος: "Πόσο σε πληρώνουν;" Έτσι ξερά. Ξανά και ξανά. Και αυτά τα είπε συγγενής μου που ξέρει ποια είμαι και τι δουλειά κάνω.
Για να ξέρουμε το βαθμό που έχει εισχωρήσει η ρητορική του μίσους που τόσα χρόνια συστηματικά καλλιεργούν.
Ξενοφοβία και ρατσισμός ακόμα και από απογόνους προσφύγων, και η πεποίθηση ότι όσοι εκφράζουμε το αντίθετο από αυτά, είναι γιατί πληρωνόμαστε για να τα λέμε.
Όταν η ιστορία έχει ξεχαστεί τόσο εύκολα, όταν η λογική απαξιώνεται τόσο απλά, κι όταν η συμπόνια στον κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών στοχοποιείται, δεν ξέρω τι έχει μείνει...
Με αφορμή την νέα #γυναικοκτονία, θυμήθηκα την περίπτωση της Μ: Πριν χρόνια, σε μία από τις πολυήμερες νοσηλείες της μαμάς, βρεθήκαμε στο ίδιο θάλαμο (δημόσιου νοσοκομείου) με μια γυναίκα από επαρχία σακατεμένη από το ξύλο που της έδινε ο σύζυγος της, ούτε και θυμάμαι πόσα
χειρουργεία είχε κάνει τέτοιο βαθμό κακοποίησης είχε υποστεί κι όταν γυρνούσε τα ίδια και χειρότερα κάθε φορά. Ο γιατρός της αυτή τη φορά την κράτησε παραπάνω στο νοσοκομείο για εξετάσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει μέχρι να βρει ασφαλή διαμονή μακριά από
το χωριό και το τέρας. Τα λεφτά της τα είχε όλα ο σύζυγος, πλήρης έλεγχος οικονομικός ώστε να είναι ανίκανη να επιβιώσει χωρίς αυτόν και με την υπόσχεση ότι αν τολμήσει να τον αφήσει, θα την βρει και θα τη σκοτώσει. Ο διευθυντής της κλινικής πίεζε για εξιτήριο γιατί χρειαζόταν