«Κανένας δεν πόνεσε,ούτε ένα δάκρυ.
Τι τους κάναμε;
Δεν τράβηξε κανείς γείτονας το κουρτινάκι να δει να μας σέρνουν στους δρόμους.
Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν, στη μεγάλη πλειοψηφία, νοικοκυραίοι,δεν είχαμε πειράξει κανέναν, αιώνες ολόκληρους ζούσαμε στα Γιάννενα.
Δεν μας αγάπησε κανείς…»
«Όρμησαν στα σοκάκια ουρλιάζοντας και πυροβολώντας, χτυπώντας πόρτες και σπάζοντας τζάμια… Πάρτε από έναν μπόγο και σε μια ώρα να είστε όλοι στην πλατεία. Τι να πρωτοκάνουμε σε μια ώρα; Ήμασταν εφτά αδέρφια και οι γονείς μου.
Η νύφη μου ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα, ήταν μία τρέλα».
Έντεκα μέρες ταξίδι χωρίς φαγητό, νερό, στα παγωμένα βαγόνια και τα τρένα του θανάτου φτάνουν στο Άουσβιτς σταματώντας στη ράμπα του κοντινού Μπίρκεναου, ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό.
Είναι η στιγμή που βλέπει για τελευταία φορά την οικογένειά της.
«Μείναμε άφωνες, δεν έβγαινε φωνή, είχε κολλήσει η γλώσσα, δεν ήξερες τι να πεις. Μας βάλανε στην γραμμή και εκεί μας έκαναν το τατουάζ στο χέρι. Να εδώ είναι το νούμερο:77102.
Το είχα μάθει και γερμανικά και
το φώναζα σε κάθε προσκλητήριο. Δεν ήμουν πλέον ένας άνθρωπος, ήμουν ένα νούμερο. Δεν είχα όνομα, δεν με είχε γεννήσει μάνα, δεν είχα οικογένεια πλέον. Τελείωσε. Από εκεί μας πήγαν να μας κόψουν τα μαλλιά.
Εκεί ήταν πολλές Θεσσαλονικιές όμηροι, που είχαν πάει γρηγορότερα.
Κομμώτριες, δήλωσαν.
Σε παρακαλώ, είπα σε μια κοπέλα που με κούρευε, που μπορεί να πήγαν τους γονείς μου;
Θέλεις τόσο γρήγορα να μάθεις; μου είπε.
Ναι θέλω, σε παρακαλώ, της απάντησα και μου δείχνει απέναντι.
- Βλέπεις αυτή τη φλόγα;
- Βλέπω.
- Εκεί καίνε την μάνα σου και την οικογένειά σου. Λιποθύμησα.
Με συνέφεραν, κακήν κακώς με τράβηξαν και ξημέρωσα σ ένα μπλοκ που ήτανε σαν το κοτέτσι.
Και το πρωί σηκωνόμασταν η ώρα τέσσερις και κάναμε προσκλητήριο και καταμέτρηση στην βροχή.
Φώναζαν τα νούμερα.
Έβρεχε, χιόνιζε, εσύ ήσουν “Απελ”, όλα τα μπλοκ.
Μας έβαναν στην δουλειά. Τι κάναμε; Σπάζαμε πέτρες, τις φορτώναμε σ ένα βαγονάκι. Γεμάτο το βαγονάκι και εμείς κάναμε την μηχανή» .
Η Εσθήρ θα καταφέρει να επιζήσει μέχρι την απελευθέρωση του Αουσβιτς.
Αυτή και η αδερφή της από την εφταμελή οικογένεια. Δύο σκελετωμένες νεαρές κοπέλες, χωρίς γονείς πνιγμένες σ’ ένα φοβερό εφιάλτη, καλούνται να ανέβουν έναν νέο Γολγοθά, ελπίζοντας στην περιουσία που είχαν αφήσει φεύγοντας.
Το πρώτο χτύπημα για την Εσθήρ, ήταν τρομακτικό.
Φτάνοντας στα Γιάννενα θα πάει κατ ευθείαν στο σπίτι τους στην οδό Γενναδίου 1.
«Όταν έκανα να μπω μέσα εμφανίστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι ένας άγνωστος και μου είπε που πας; Στο σπίτι μου, του απάντησα.
Μου λέει, μην προχωρείς, θα σου πω κάτι.
Λέω ορίστε.
Ξέρεις αν η μαμά σου είχε φούρνο στην κουζίνα;
Όλο χαρά εγώ, απάντησα: βέβαια ψήναμε το ψωμί, δεν ξέρω το σπίτι μου;
Ε, αφού δεν σ έκαψαν οι Γερμανοί θα σε κάψω εγώ αν τολμήσεις μπεις μέσα, μου είπε.
Τι ήταν αυτό;
Έλληνας, να με κάψει; αυτός εμένα; Θεέ μου…».
Καθώς έπρεπε να ζήσει, η Εσθήρ, άρχισε να ψάχνει για τα περιουσιακά στοιχεία των γονέων της.
Όπως λέει το κρασοπωλείο του πατέρα της το είχε οικειοποιηθεί μια χριστιανή συγγενής της «που εμφάνισε δήθεν πωλητήριο της μητέρας μου η οποία όμως είχε καεί στα κρεματόρια»,
όταν πήγε στην τράπεζα να αναζητήσει τις καταθέσεις, της είπαν ότι τις πήραν οι Γερμανοί και αναζητώντας τις δυο singer μηχανές για να ράβει και να βγάζει ένα μεροκάματο έμαθε ότι είχαν καταλήξει στα «χέρια» της μητρόπολης.
«Πήγα στον μητροπολίτη και εκείνος με παρέπεμψε
στη νομαρχία.Εκεί μου είπαν πως δεν ξέουν τι απέγιναν οι μηχανές και πως για να τις βρουν έπρεπε να τους δώσουν τους αριθμούς τους.
Που να ξέρω εγώ αριθμούς;
Σήκωσα το μανίκι και τους έδειξα τον αριθμό του Αουσβιτς.Αυτόν μόνο θυμάμαι τους είπα και έφυγα…»
*Εσθήρ Κοέν 1924-2020
• • •
Missing some Tweet in this thread? You can try to
force a refresh
υπάρχουν και κράτη να ξέρετε,που παρακολουθούν με προσοχή τις μετεωρολογικες προβλέψεις κι ενεργούν εκ των προτέρων,χωρίς να περιμένουν να τους πιάσουν οι καιρικές συνθήκες ξεβράκωτους.
δλδ υπάρχει πρόγνωση για χιονόπτωση?
βγαίνουν οι αλατιερες και ρίχνουν παντού αλάτι.
υπάρχουν περιπτώσεις που τελικά δεν χιονίζει.
τα μέτρα έχουν παρθεί όμως για το χειρότερο σενάριο.
και δεν είναι τίποτα σοσιαλιστικά κράτη.
καπιταλιστικά είναι,με ότι αυτό συνεπάγεται.
όμως δείχνουν τον στοιχειώδη σεβασμό στους πολίτες τους κι ανταποδίδουν στους πραγματικούς
δικαιούχους,την σκληρή φορολογία που εισπράττουν.
δεν θα κάνω καμία σύγκριση με το κωλοχανείο η ελλάς.
και μην το λέτε μπουρδέλο γιατί δεν σας φταίνε τίποτα τα μπουρδελα.
εκεί είναι έντιμοι κι απολυτως ξεκάθαροι οι ρόλοι.
Ένα ζευγάρι οικολόγων, ο Daniel Janzen και η Winnie Hallwachs, είχαν μια ιδέα για μια εταιρία χυμών στην Κόστα Ρίκα.
Όλα ξεκίνησαν το 1997, όταν το ζευγάρι προσέγγισε την εταιρία χυμών και τους έκανε μια πρόταση. Συγκεκριμένα αν δώριζαν ένα κομμάτι μιας άθικτης δασικής περιοχής
στο Area de Conservacion Guanacaste,
θα μπορούσαν να πετάνε δωρεάν τις φλούδες και τον πολτό των πορτοκαλιών.
Έναν χρόνο αργότερα, χιλιάδες φορτηγά πήγαν και πέταξαν πάνω από 12.000 τόνους άχρηστων υλικών και το χωράφι με τις φλούδες και τον πολτό πορτοκαλιών έμεινε
ανέγγιχτο για 10 χρόνια, καθώς έφτιαξαν ένα μεγάλο σήμα με κίτρινα γράμματα το οποίο εξηγούσε τι είχε συμβεί.
Μετά από 16 χρόνια,
ο Janzen έστειλε έναν μεταπτυχιακό φοιτητή, τον Timothy Treuer,για να ρίξει μια ματιά και να παρουσιάσει τι ανακάλυψε.
Σε ένα σχολείο μια από τις δασκάλες Α' δημοτικού ήθελε να ανεβάσει τη διάθεση των μαθητών της, έτσι αποφάσισε να τους βάλει ένα διαγώνισμα.
Όποιος πάρει άριστο βαθμό..θα του έκανε ένα απλό και συμβολικό δώρο, ένα ζευγάρι παπούτσια.
Τα μικρά παιδιά χάρηκαν σε αυτή την πρόκληση.
Και όλοι άρχισαν να γράφουν επιμελώς
Η έκπληξη της δασκάλας ήταν μεγάλη, όλα τα παιδάκια είχαν γράψει άριστα!!!!
Ή δασκάλα ευχαρίστησε όλα τα παιδιά για την προσπάθεια που έκαναν. αλλά προβληματισμένη σε ποιό να δώσει το έπαθλο, αφού όλα πήραν άριστα.
Τους ζήτησε λοιπόν βρούν μια κατάλληλη λύση..ώστε ένας από αυτούς να λάβει το έπαθλο και να είναι ικανοποιητικός για όλους.
Η γνώμη των μαθητών ήταν να γράψει ο καθένας το όνομά του σε ένα διπλωμένο χαρτί και να το βάλουν σε ένα κουτί, και η δασκάλα να τα ανακατέψει
Βρισκόμαστε σε ένα κρύο πρωινό του 2007.
Στην Ουάσιγκτον, σε ένα σταθμό του μετρό, ένας άνδρας με βιολί παίζει έξι κομμάτια του Μπαχ για περίπου 45 λεπτά. Κατά τη διάρκεια αυτών των λεπτών, περίπου 2000 άνθρωποι πέρασαν από τον σταθμό, οι περισσότεροι
από τους οποίους ήταν στο δρόμο για τη δουλειά.
Μετά από περίπου τέσσερα λεπτά, ένας μεσήλικας παρατήρησε ότι έπαιζε ένας μουσικός. Επιβράδυνε το ρυθμό του και σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα, και στη συνέχεια έσπευσε να ανταποκριθεί στο πρόγραμμά του.
Περίπου τέσσερα λεπτά αργότερα, ο βιολιστής έλαβε το πρώτο του δολάριο.Μια γυναίκα πέταξε χρήματα στο καπέλο και, χωρίς να σταματήσει, συνέχισε να περπατάει.
Σε έξι λεπτά, ένας νεαρός άνδρας έσκυψε στον τοίχο για να τον ακούσει,στη συνέχεια κοίταξε το ρολόι
Η διαδρομή του λεωφορείου από το Λονδίνο προς την Καλκούτα της Ινδίας θεωρείται η μεγαλύτερη διαδρομή με λεωφορείο στον κόσμο.
Η διαδρομή ξεκίνησε το 1957 από το "Albert Travel" και λειτούργησε μέχρι το 1976.
Το πρώτο ταξίδι ξεκίνησε στο Λονδίνο στις 15 Απριλίου 1957 και
ολοκληρώθηκε στις 5 Ιουνίου στην Καλκούτα. Έτσι, το ταξίδι κράτησε περίπου 50 ημέρες.
Το λεωφορείο πήγε από την Αγγλία στο Βέλγιο και από εκεί στην Ινδία μέσω Δυτικής Γερμανίας, Αυστρίας, Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας, Τουρκίας,Ιράν, Αφγανιστάν και Δυτικού Πακιστάν.
Συνολικά περίπου 32.669 χλμ. Το κόστος του ταξιδιού ήταν £ 85.
Το ποσό αυτό περιελάμβανε φαγητό, ταξίδι και διαμονή.
Το λεωφορείο ήταν εξοπλισμένο με χώρους ανάγνωσης, κουζίνα με όλο τον εξοπλισμό και ανέσεις, ξεχωριστούς χώρους ύπνου για όλους και θερμάστρες αλλά και
Είναι σχεδόν προβοκατόρικος ο τρόπος μετάδοσης της ειδησης οτι ενας μαύρος λύκος επιτέθηκε στον σκυλο του διευθυντή προγράμματος myradio,όταν ο τελευταίος είχε βγει για βόλτα μαζί με την κόρη του.
Οι λύκοι της Πάρνηθας αποφεύγουν τους ανθρώπους
(έχει τύχει να δω δυο φορές)
ακόμα και κάποιους ηλίθιους που προσπαθούν να πάνε να τους χαϊδέψουν.
Η επίθεση σε ενα σκύλο απο λύκο γίνεται αν ο σκύλος περάσει εντος της περιοχής που κινείται ο λύκος, με τον λύκο να αισθάνεται ως απειλή τον σκύλο.
Επίσης αποκλείεται να επιτεθεί ο λύκος σε ενα σκύλο ο οποίος ειναι δεμένος με λουρί αφου όπως είπαμε οι λύκοι αποφεύγουν τους ανθρώπους.
Στην Ελλάδα οι λύκοι αρχικά κυνηγήθηκαν απο τους κτηνοτρόφους γιατι υποτίθεται αποτελούσαν τεράστιο κίνδυνο για τα ζώα τους.