Την έλεγαν Έμα, βγαίνει απτο Εμμανουέλα.
Μάλλον τον παππού της τον έλεγαν Μανώλη.
Ηταν μονο 21 ετών, σπούδαζε Κτηνίατρος
στο ΑΠΘ.
Περπατούσε στο ύψος της Καμάρας στην Εγνατία
και παρασύρθηκε απο εναν ασυνείδητο οδηγό
οποίος δραπέτευσε,
δεν κάλεσε ασθενοφόρο,δεν έσκυψε
να δει αν ζει,δεν,δεν,δεν
Όπως πετάμε μια τσίχλα, ένα χαρτάκι και δεν κοιτάμε πίσω.
Φοβήθηκε λέει,δε το θελε,ηταν η κακιά η ώρα.
Αν διέσχιζε τη διάβαση
θα ζούσε λέει..
τόσο προκλητικός.
Φοβήθηκε 26 ετών μλκς
και η συνοδηγός κι αυτή ολίγιστη.
Μάλιστα, έκανε όπισθεν και τη χτύπησε δεύτερη φορά εγκαταλείποντας βαριά τραυματισμένη
στην άσφαλτο.
Ώρες μετά ξεφορτώθηκε τον αριθμό των πινακίδων κυκλοφορίας πριν τον κόμβο Ασβεστοχωρίου.
Αφού παρήλθε το
48ωρο αυτόφωρο,
ο ίδιος παρουσιάστηκε
την Πέμπτη ενώπιον της ΕΛ.ΑΣ.
Ζήτησε συγνώμη απ'
την οικογένεια της
Γιατί μία λέξη είναι αυτή πεστην κ ας πέσει χάμω οπως και το κορμάκι της.
Η Έμα κατέληξε στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου.
Η μαμά κ ο μπαμπάς της αποφάσισαν να δωρίσουν τα όργανα της γιατί ηταν ενα θαύμα ειπαν από μωρό
και με αυτή τη δωρεά θα σφραγίσει το φευγιό της.
Αυτοί οι γονεις που επιλέγουν τη ζωή μέσα απτο θάνατο
Ειναι για να τους φιλάμε
τα χέρια κ τα πόδια.
Ειναι για να τους χαϊδεύουμε τα δάκρυα τους.
Το κορίτσι απτα Χανιά
θα συνεχίσει να ζεί μεσα από τους λήπτες των οργάνων της.
Σήμερα έκλεισε το φως στο σπίτι της αλλά άνοιξε σε άλλα επτά σπίτια κι αυτό θα εχουμε να θυμόμαστε απτην Εμμανουέλα.
Τουρκία: Aστυνομικός κλοιός κατά γυναικών
σε σχήμα Ζέπελιν!
Μια συγκλονιστική φωτογραφία.
καμιά σαρανταριά αστυνομικοί έχουν περικλυκλώσει γύρω
στις δέκα γυναίκες που συμμετέχουν στην πορεία για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών
στην Τουρκία.
Οι αστυνομικοί σχηματίζουν ένα λευκό περίγραμμα γύρω από τις πολιορκημένες γυναίκες: δεν τις ξυλοκοπούν ούτε τις ραντίζουν με χημικά όμως το μήνυμα που στέλνει η βία είναι πανίσχυρο: μπορούμε
να σας λιώσουμε σαν να ‘σαστε μυρμήγκια.
Τα πρόσωπα των κρανοφόρων μπάτσων
δεν φαίνονται στη φωτογραφία, όμως φαίνονται τα πρόσωπα
των διαδηλωτριών και
τα πλακάτ που κρατάνε.
Τον Νοέμβρη του 1899 γεννιέται στην Σμύρνη
η Αγγέλα Παπάζογλου.
Ανήκε σε σημαντική οικογένεια μουσικών.
O πατέρας της Δημήτριος Μαρωνίτης (ή Χιωτάκης) ήταν ξακουστός σαντουρίστας, κοντά του θα μάθει να παίζει βιολί και σαντούρι..
Η Αγγέλα ανέβηκε στο πάλκο σε ηλικία 11 ετών, δίπλα στον πατέρα της.
Όμως, το μεγάλο χάρισμα της Αγγέλας ήταν η φωνή της. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 17 της και τα καφέ-αμάν της Σμύρνης τσακώνονταν ποιο θα την πρωτοκλείσει για δουλειά: Τζίτζικας, Αράπογλου, Αυταράς..
Μέχρι το Κορδελιό
έφτασε η φήμη της.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ανάμεσα σε τόσους και τόσους πρόσφυγες που έφυγαν κυνηγημένοι από την Μικρασία, ήταν και
η οικογένεια του "Χιωτάκη" η οποία εγκαθίσταται στην Κοκκινιά.
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανή απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ άσπρο φτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα’ ρθουν πίσω
αγαπάω, και θα’ θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω
Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα..
Μου ζητήθηκε να συνοδεύσω στον χορό των αποφοίτων από αυτόν τον τύπο που ονομάζεται James.
Έχει σύνδρομο Down και κανείς δεν ήθελε να πάει μαζί του.Όταν με ρώτησε, είπα φυσικά, χωρίς να το σκέφτομαι πολύ.
Θυμάμαι όταν με πήρε
η μαμά του στο τηλέφωνο κλαίγοντας και με ευχαριστούσε που πήγα μαζί του.Προσφέρθηκε να πληρώσει για το φόρεμα, τα μαλλιά και το μακιγιάζ μου γιατί είπε ότι ήξερε ότι κανείς δεν θα ήθελε
να πάει μαζί του.
Της είπα ότι ήταν εντάξει και ότι ήμουν χαρούμενη που θα πήγαινα μαζί του.
Θυμάμαι ότι έκλεισα το τηλέφωνο κλαίγοντας στη μαμά μου για το πόσο τιμή μου ήταν να πάω μαζί του. Η βραδιά του χορού ήταν κάπως δύσκολο να απολαύσει κανείς στην αρχή γιατί ο Τζέιμς βρισκόταν κάπως παντού
το να είσαι ταξιτζής ήταν μια ευχάριστη δουλειά για κάποιον που δεν θέλει ένα αφεντικό συνέχεια πάνω από το κεφάλι του. Αλλά και για κάποιον που του αρέσει να γνωρίζει συνέχεια ανθρώπους.
Ένα βράδυ συνέβη κάτι καταπληκτικό. Κάτι που θα το θυμάμαι για πάντα.
Κάποιος ζήτησε ταξί από μια ήσυχη περιοχή της πόλης. Πήγα στο σημείο και είδα ότι αυτός που ζήτησε ταξί, έμενε σε ένα μικρό αλλά πολύ όμορφο σπίτι.
Όση ώρα περίμενα απ’ έξω να ανοίξει η πόρτα, σκεφτόμουν ότι ο πελάτης θα ήταν κάποιος μεθυσμένος που ήθελε να γυρίσει σπίτι του.
Κάποια που τσακώθηκε με τον εραστή της ή κάποιος που εργάζεται πρωινή βάρδια σε κάποιο εργοστάσιο στο βιομηχανικό τμήμα της πόλης. Περιπτώσεις δηλαδή που συναντούσα πολύ συχνά.
Γύρισα και κοίταξα ξανά προς το σπίτι. Το κτίριο ήταν σκοτεινό,
Το Βαλς των χαμένων ονείρων:
Το αριστούργημα του Μάνου Χατζιδάκι
και μια άγνωστη
αληθινή ιστορία
«Στην πρώτη ιδιωτική προβολή που κάναμε
για την ταινία
«Χαμένα Όνειρα»,
για να δει ο Μάνος
την ταινία και να εμπνευστεί τη μουσική, στα πρώτα πέντε λεπτά
κοιμήθηκε και ξύπνησε λίγο πριν τελειώσει
η ταινία.
-Μάνο μου, μήπως πρέπει να την ξαναδείς; του λέω
-Δεν χρειάζεται, σε λίγες μέρες θα έχεις τη μουσική, μου απάντησε.
Πράγματι,
η μουσική ήταν καταπληκτική.
Ο Μάνος έγραψε το
«Βαλς των χαμένων ονείρων», που θεωρείται
η καλύτερη μελωδία του στον κινηματογράφο”, θυμάται ο Αλέκος Σακελλάριος.
Η παρέα σκορπούσε τρεις-τέσσερις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Εκείνος πήγαινε με τα πόδια στο σπίτι του που ήταν κοντά.