My Authors
Read all threads
Μια απάντηση από τη γιαγιά Ουρανία προς όλους εκείνους που ρωτούν γιατί να γίνεις πρόσφυγας ή μετανάστης, γιατί να πάρεις όλα τα ρίσκα... #πρόσφυγες #μετανάστες
Στην Ελλάδα καταφθάνουν (ειδικά από το 2015 και μετά) με κάθε τρόπο χιλιάδες άνθρωποι κατατρεγμένοι, φτωχοί, καταδυναστευμένοι, είτε μόνοι τους με τους συντοπίτες τους
ή και μαζί με τις οικογένειες τους, τους γέροντες, τα μωρά, τα σκυλιά, τα γατιά και παίρνουν όλα τα ρίσκα διασχίζοντας χώρες, επικίνδυνα εδάφη, εμπόλεμες περιοχές
και ταραγμένες θάλασσες για μια ζωή καλύτερη μακριά από τον πόλεμο, τη δυστυχία, την εκμετάλλευση, τη φτώχεια και τον θάνατο για μια ζωή καλύτερη στην Ευρώπη.
Αυτές τις μέρες βλέπουμε το δράμα χιλιάδων ανθρώπων να κορυφώνεται και αυτοί είναι τα πιόνια στα γεωπολιτικά παιχνίδια των χωρών. Φυσικά διαπιστώνουμε
και τις τεράστιες ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης η οποία χάιδεψε προεκλογικά τα αυτιά των ρατσιστών, είπε στα φασιστόμουτρα και στους ναζί ότι θα τελειώσει τους λαθρό...
και έστρεψε με την ακροδεξιά ρητορική και την πολιτική της, τις τοπικές κοινωνίες εναντίον των κατατρεγμένων.
Την Παρασκευή, και ενώ όλα αυτά διαδραματίζονταν στα ελληνικά σύνορα, πέθανε - πλήρης ημερών - η γιαγιά Ουρανία, η γιαγιά του δικού μου Νίκου που ευτυχώς πρόλαβα και τη γνώρισα.
Πάμφτωχη, χήρα, με δύο παιδιά από αγωνίστρια του ΕΑΜ στην Ήπειρο αναγκάστηκε να πάει στη μεταναζιστική Γερμανία εργάτρια για να ζήσει και να ταΐσει τα ορφανά της.
Ήταν μια ξένη, μια μετανάστρια, μια από τις πολλές που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και πήρε όλα τα ρίσκα, όπως κάνουν όλοι οι απελπισμένοι άνθρωποι.
Στην κηδεία της προχθές κλάψαμε - καθώς την αποχαιρετούσαμε γεμάτοι συγκίνηση και όχι απόγνωση - καθώς ήταν ήδη 96 ετών, είχε έρθει η ώρα της. Ζητούσε άλλωστε και η ίδια να πεθάνει για να ξεκουραστεί.
Η γιαγιά απεβίωσε και γύρω της είχε τα παιδιά της (που φρόντισαν να μην της λείψει τίποτα, όταν πια στάθηκαν στα πόδια τους) τα εγγόνια της και τα τέσσερα δισέγγονα της και έλαβε έστω και αργά στη ζωή της
ό,τι πραγματικά της άξιζε. Όμως μέχρι να φτάσει εκεί πέρασε διά πυρός και σιδήρου κυριολεκτικά.
Μόλις ο παπάς ολοκλήρωσε τα λόγια που πιστεύουν οι χριστιανοί τον λόγο πήρε η νύφη της, η θεία Μαρία η οποία διάβασε ένα σύντομο χρονικό για τη ζωή της Ουρανίας Καραμπά και τα δάκρυα όλων μας κύλησαν και ήταν ασταμάτητα…
Διαβάστε την ιστορία της για να καταλάβετε, γιατί κάποιος παίρνει τα ρίσκα για μια καλύτερη ζωή, γιατί κάποιος γίνεται πρόσφυγας ή γίνεται μετανάστης ένας γελοίος διαχωρισμός κατά τη γνώμη μου καθώς η φτώχεια και μάλιστα η απόλυτη ένδεια σκοτώνει όπως ακριβώς & ο πόλεμος...
Η Ο Υ Ρ Α Ν Ι Α γεννήθηκε σε ένα χωριό του κάμπου της Άρτας. Μεγάλωσε σε μια αγροτική οικογένεια και τελείωσε το δημοτικό του χωριού της, ίσως κιόλας μόνο λίγες τάξεις γιατί όταν την γνώρισα έγραφε τα γράμματα με δυσκολία.
Μέστωσε σαν όμορφο φρούτο και έγινε μια πολύ όμορφη κοπέλα, εκεί στα χρόνια του πολέμου, του '40, και του εμφυλίου που έκοψε την Ελλάδα, τις ζωές και τις καρδιές των ανθρώπων στα δύο.
Εκείνη διάλεξε την αριστερή πλευρά, στα 17 της μπήκε στο ΕΑΜ και ξεκίνησε να βοηθάει. Μετέφερε τρόφιμα στους αντάρτες που πολέμαγαν στην Ήπειρο, και ακόμα τώρα στα 96 χρόνια της παίρνει μια σύνταξη εθνικής αντίστασης.
Έπειτα μάζευε χρήματα για τους αντάρτες και τα μετέφερε κρυφά. Ως σύνδεσμος της Αντίστασης μετέφερε μυστικά και σημειώματα που έκρυβε στη διπλή φόδρα που είχε ράψει για τον σκοπό αυτό στα εσώρουχα της. Αργότερα έγινε και η επίσημη ταμίας στον κάμπο.
Και κάπου εκεί, στον κάμπο σαν το «πλένεται η αγάπη μου στον Γουαλδακιβίρ», την είδε αυτός που έμελλε να την κάνει γυναίκα του. Αυτός έτρεχε πάνω σε ένα άλογο και σταμάτησε όταν είδε την ομορφιά της, έτσι λέει ο μύθος, αντάρτης, πρωτοπαλίκαρο του Ζέρβα ήταν αυτός, ανήκαν σε άλλα
στρατόπεδα. «Η Ουρανία είναι δική μου» είπε και βγήκε με το όπλο και το ανακοίνωσε σε όλο το χωριό. Γιατί ο εμφύλιος τελείωνε, οι σύντροφοι της Ουράνιας έχαναν και ο αντάρτης του ΕΔΕΣ ήξερε ποια είναι η σκληρή μοίρα των ηττημένων. Και εκείνος, ο «αντίπαλος», έσωσε εκείνη και
και άλλους πολλούς από βέβαιο θάνατο. Παντρεύτηκαν. Από αγάπη που μάλλον ήρθε με τον καιρό. Την πέρναγε και κάπου δεκαπέντε χρόνια, ίσως και γιατί το κορίτσι ήθελε να φύγει από το χωριό της,
ίσως και να την πάντρεψαν οι γονείς της, όπως συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια. Και έτσι η Ουρανία βρέθηκε στην πόλη, μαζί με τον άντρα της, που και αυτός κατάγονταν από ένα ορεινό χωριό, ένα από εκείνα που φυτρώνουν μόνο πέτρες και αγκάθια.
Εκεί ο σύντροφος της είχε ένα εστιατόριο που σύντομα αναγκάστηκε να το κλείσει, είτε γιατί δεν άντεχε να ταΐζει τις οικογένειες των έντεκα αδελφών του, είτε γιατί άλλο ήθελε η ψύχη του.
Πήρε ένα δάνειο και φύτεψε ρύζια σε νοικιάρικα χωράφια που υπήρχαν τριγύρω από το γεφύρι της Άρτας, κοντά στο ποτάμι. Στο μεταξύ η Ουρανία είχε φέρει στον κόσμο αυτό ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι.
Ήταν μια από τις φορές που Άραχθος πλημμύρισε τον κάμπο, πλημμύρισαν και τα νοικιάρικα χωράφια και το νερό πήρε μαζί του και τα ρύζια. Πάλι μπορεί να ήταν τότε που πλημμύρισε
και όταν ησύχασαν τα νερά από το φούσκωμα μείναν τα ψάρια στη στεριά και έτρεξαν οι Αρτινοί με κοφίνια να τα μαζέψουν να χορτάσουν τις μεταπολεμικές πεινασμένες κοιλιές τους.
Μπορεί να μην έγινε και τότε ακριβώς, πάντως το σίγουρο είναι ότι τα ρύζια καταστράφηκαν και ο άντρας της αρρώστησε και αργά ή γρήγορα πέθανε από κύρωση του ήπατος, έτσι λέγανε τότε τη διαβολεμένη αρρώστια.
Η Ουράνια ήταν κάτω από 30, δεν κράταγαν και καλά κατάστιχα γεννήσεων τότε, κανείς δεν ξέρει και πόσο ακριβώς. Το κοριτσάκι της οκτώ, το αγοράκι της πέντε. Μια με το ένα, μια με το άλλο είχε μείνει και αβάπτιστο όταν πέθανε ο πατέρας του και έτσι του δώσανε το όνομα του.
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έκανε η Ουρανία για κάνα δύο χρόνια μετά τον θάνατο του άντρα της. Ίσως να πήγε λίγο πίσω στο χωριό κοντά στην μάνα της, αλλά να είδε ότι στο χωριό δεν χώραγε το ανήσυχο πνεύμα της.
Μπορεί και λίγο να δούλεψε στα αδέλφια του άντρα της, σε καμιά κουζίνα μέσα, μια και κάνα δύο από αυτούς είχαν καφενεία στην Άρτα.
Το σίγουρα είναι ότι έπρεπε να ξοφλήσει τα δάνεια της τράπεζας, ίσως είχε υπογράψει κιόλας, ή και να είχε βάλει εγγύηση κανένα χωραφάκι από την προικούλα της. Ένα άλλο σίγουρο είναι ότι έχασε ό,τι χώμα
και πέτρες ανήκαν στον άντρα της στο μακρινό βουνίσιο χωριό του, ό,τι κλασσικά θα μπορούσε να συμβεί σε μια νεαρή, αμόρφωτη χήρα, χωρίς πατέρα και μεγάλο αδελφό να αρπάξει κανένα κουμπούρι, που να είχε ξεμείνει από την παράδοση των όπλων του εμφύλιου, για να βρει το δίκιο της
της αδελφής του. Δεν ξέρουμε τι την έκανε να πάρει αυτή την σκληρή απόφαση. Όταν την ρώτησα μου είπε, «Άμα δεν έχεις να φας...». Να πάει μετανάστρια στη Γερμανία δηλαδή, είχε και κάποιο ανιψιό εκεί.
Ήρθε στο χωριό ο «υπεύθυνος» που διάλεγε ποιοι θα φύγουν για έξω. Έβαλε τις γυναίκες σε μια σειρά και διάλεγε. «Μας άνοιγαν το στόμα και μας κοίταζαν τα δόντια», μου είχε πει.
Έτσι μπήκε σε ένα βαγόνι τραίνο μαζί με εκατοντάδες άλλους και άφησε τα δύο της παιδιά πίσω, τότε η κορούλα της ήταν έντεκα και το αγοράκι οκτώ, και πήγε σε μια πόλη που άρχιζε από Λι~ και τελείωνε σε ~μπουργκ.
Μόνο που δεν τα άφησε στο χωριό με τη μάνα της και τις δύο της αδελφάδες. Για αλλού τα προόριζε τα παιδιά της αυτή. Όχι για να σπέρνουν χωράφια στο χωριό. Τα παιδιά έμειναν μόνα σε ένα μικρό δωμάτιο στην Άρτα, απέναντι από τα σφαγεία.
Έχετε περάσει ποτέ έξω από ένα απέραντο σφαγείο; Να ακούσετε τους ατέλειωτους θρήνους; Θα υπήρχαν και τίποτε συγγενείς εκεί κοντά, κάπου ίσως, έτσι είναι η ελληνική επαρχία.
Και η γιαγιά τους πήγαινε κάθε δεκαπέντε μέρες, ίσως και περισσότερο, ίσως και λίγο λιγότερο, ίσως πότε από το ένα και πότε από το άλλο. Με ένα γαϊδούρι έφτανε και ό,τι καλούδια τους έφερνε από τα μποστάνια του χωριού.
Η Ουράνια κάθισε στην Γερμανία γύρω στα έξι χρόνια, δουλεύοντας δύο βάρδιες καθημερινά, και καμιά φορά τρεις την μέρα, σε μια κλωστοϋφαντουργία. Τάιζε ολημερίς και ενίοτε ολονυχτίς τις μηχανές μαλλί για να το βγάλουν νήμα.
Για την προσωπική ζωή της εκεί δεν λέει ποτέ τίποτε. Μήτε συχνά γύρναγε πίσω στην Ελλάδα, έστελνε όμως για να ζούνε τα παιδιά της για να σπουδάσουν, χρήματα με τα μέτρα και τα σταθμά της πληγωμένης Ελλάδας και για να ξοφλήσει το χρέος του άντρα της.
Αν προλάβαινε να είχε ζωή, αυτό το όμορφο ακόμα κορίτσι. Αν ερωτεύτηκε ποτέ κανένα άντρα, μελαχρινό ή ξανθό. Αν έκανε ποτέ καμιά φίλη, ίσως και καμιά Τουρκάλα, εγώ δεν άκουσα ποτέ για καμιά. Αν αγόρασε ποτέ κανένα όμορφο πολύχρωμο φωτεινό φουστάνι και έβαλε καμιά κορδέλα
στα μαλλιά. Εγώ την γνώρισα λίγο αργότερα και σχεδόν πάντα ήταν ντυμένη στα μαύρα, ή σε σκούρα και μουντά χρώματα.
Όταν το κορίτσι της έγινε δεκαεπτά χρονών, η Ουράνια τους ζήτησε να πάνε να τη βρουν στη Γερμανία να μείνουν για πάντα εκεί, ή έστω για να σπουδάσουν στη χώρα που την είχε μαζέψει τόσα χρόνια και που εκείνη ακόμα και τώρα κατά βάθος θαυμάζει, και μάλλον όχι και τόσο κατά βάθος,
φανερά θα έλεγα. Το κορίτσι αρνήθηκε. Και τότε η Ουρανία αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Δεν ξέρω τους λόγους της. Φαντάζομαι γιατί δεν ήθελε να αποχωριστεί τα παιδιά της άλλο.
Να φοβήθηκε να τα στείλει στην Αθήνα που πάντα φάνταζε μεγάλη, στα μάτια της υπόλοιπης Ελλάδας. Ίσως και κάτι άλλο που μόνο εκείνη ξέρει και εμείς δεν μάθαμε ποτέ.
Γύρισε πίσω λοιπόν πάνω στα έξι χρόνια, αφού πήρε πίσω τα λεφτά της ασφάλειας της και ακόμα κλαίει για αυτό, ακόμα και σήμερα σχεδόν ύστερα από 50 χρόνια. Πήρε τα παιδιά της και ήρθε στην Αθήνα,
Πήρε τα παιδιά της και ήρθε στην Αθήνα, και έγινε θυρωρός και καθαρίστρια, να μένουν σε ένα υπόγειο, που βλέπουμε στις ελληνικές ταινίες. Αργότερα έγινε και πλέκτρα στις βιοτεχνίες που άνοιξαν οι αδελφοί του άντρα της,
και καθαρίστρια στα καφέ τους, και καμιά κακία δεν τους είχε κρατήσει για την αρπαγή της λιγοστής γης που άνηκε σε αυτήν και τα παιδιά της.
Εγώ την γνώρισα κάπου γύρω στα πέντε χρόνια που γύρισε από την Γερμανία. Την ρώτησα, τώρα που είναι ενενήντα χρονών και βάλε, και η πιο μεγάλη δισέγγονη είναι πάνω από τέσσερα και ή μικρότερη, Ουρανία και αυτή, πάνω από ένα, να μπουσουλάει γύρω από τα πόδια της και να πιάνεται
από το πι της και το μπαστούνι της. Τη ρώτησα με τι καρδιά οι Έλληνες τότε, τόσο σύντομα μετά τον πόλεμο, με τις πληγές να στάζουν ακόμα αίμα, αδικία και πίκρα του πολέμου,
έφευγαν να πάνε να δουλέψουν για αυτούς που τους είχαν σκοτώσει τα αδέλφια τους, τους φίλους και τους γονείς τους. Που τους είχαν κλέψει τη ξεγνοιασιά από τα νιάτα τους.
Η Ουρανία σήκωσε τους ώμους της και είπε «Άμα πεινάς...» και μετά, «Πληρώνανε καλά και μας σέβονταν. Κάθε δεκαπέντε, χωρίς ποτέ να καθυστερήσει, έφτανε ο φάκελος με την πληρωμή μας.
Και εγώ ζήτηξα από τον μαΐστρο να με βάζει διπλοβάρδιες και αυτός ήξερε την ανάγκη μου και με βοηθούσε, ήμουν και καλή και γρήγορη. Και ο διευθυντής ήταν καλός και δίκαιος, αυτός πέθανε, θεός συγχωρέσ' τον». ΆΜΑ ΠΕΙΝΑΣ λοιπόν είναι η απάντηση... #Refugees
Missing some Tweet in this thread? You can try to force a refresh.

Enjoying this thread?

Keep Current with Eleni Iliopoulou

Profile picture

Stay in touch and get notified when new unrolls are available from this author!

Read all threads

This Thread may be Removed Anytime!

Twitter may remove this content at anytime, convert it as a PDF, save and print for later use!

Try unrolling a thread yourself!

how to unroll video

1) Follow Thread Reader App on Twitter so you can easily mention us!

2) Go to a Twitter thread (series of Tweets by the same owner) and mention us with a keyword "unroll" @threadreaderapp unroll

You can practice here first or read more on our help page!

Follow Us on Twitter!

Did Thread Reader help you today?

Support us! We are indie developers!


This site is made by just three indie developers on a laptop doing marketing, support and development! Read more about the story.

Become a Premium Member ($3.00/month or $30.00/year) and get exclusive features!

Become Premium

Too expensive? Make a small donation by buying us coffee ($5) or help with server cost ($10)

Donate via Paypal Become our Patreon

Thank you for your support!