Στα τέλη του 1939 η Πολωνία είχε καταληφθεί από τη Ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Μετά την εκδήλωση της Γερμανικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούλιο του 1941, ο Στάλιν απελευθέρωσε πολλούς Πολωνούς από τα γκουλάγκ και επέτρεψε τη σύσταση Πολωνικού στρατού.
Την άνοιξη του 1942 οι πολωνικές δυνάμεις που είχαν σχηματιστεί, μαζί με χιλιάδες πολίτες, κατευθύνθηκαν προς το Ιράν, ώστε να πολεμήσουν μαζί με τους Βρετανούς στη Μέση Ανατολή. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ένας Πολωνός υπολοχαγός ονόματι Ανατόλ Ταρνοβιέτσκι συνάντησε ένα
αγόρι που φρόντισε ένα μικρό καφέ αρκουδάκι, το οποίο αποφάσισε να αγοράσει με αντάλλαγμα μερικές κονσέρβες φαγητού.Το αρκουδάκι ονομάστηκε «Βόιτεκ», που σημαίνει στα πολωνικά «εύθυμος πολεμιστής» και αρχικά έμεινε για τρεις μήνες σε ένα καταυλισμό προσφύγων στη Τεχεράνη, ενώ
στη συνέχεια παραχωρήθηκε στην 22η Μοίρα Πυροβολικού του Πολωνικού Στρατού. Ο Βόιτεκ έγινε η μασκότ της μονάδας και σύντομα απέκτησε μερικές… ιδιαίτερες συνήθειες. Έπινε το συμπυκνωμένο γάλα του αποκλειστικά από ένα παλιό μπουκάλι βότκας, είχε μεγάλη αδυναμία στις μπύρες, που
έγιναν το αγαπημένο του ποτό, έπινε κρασί, ενώ πολλές φορές οι στρατιώτες τον κέρναγαν και τσιγάρα, τα οποία καταβρόχθιζε με χαρά! Επιπλέον, οι στρατιώτες τον έμαθαν να χαιρετάει στρατιωτικά, κάνοντας πλάκες στους ανωτέρους τους, και πάλευαν μαζί του, προσπαθώντας να ξεφύγουν
έστω και λίγο από τις κακουχίες του πολέμου. Έπειτα από λίγους μήνες η Πολωνική Μοίρα Πυροβολικού μετακινήθηκε στη Βόρεια Αφρική, παίρνοντας μαζί της τον Βόιτεκ. Λίγο αργότερα, η Πολωνική μονάδα έπρεπε να μεταφερθεί στην Ιταλία για τη απόβαση των Συμμάχων.
Αρχικά οι Βρετανοί δεν επέτρεψαν τη μεταφορά του Βόιτεκ, επειδή δεν ήταν μέλος του Πολωνικού στρατού. Οι δαιμόνιοι Πολωνοί τότε στρατολόγησαν τον Βόιτεκ δίνοντας του στρατιωτικό μητρώο, διακριτικά, εξοπλισμό, ακόμα και στρατιωτικό βιβλίο πληρωμών! Έτσι, ο Βόιτεκ επιβιβάστηκε με
τη μονάδα του στο καράβι και ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια με προορισμό την Ιταλία. Όταν έφθασε στην Ιταλία, ο Βόιτεκ δεν ήταν πλέον μικρό αρκουδάκι, άλλα μια αρκούδα 91 κιλών με 1,80 ύψος. Έχοντας ζήσει σχεδόν όλη του τη ζωή με στρατιώτες, ο Βόιτεκ προσπαθούσε να τους μιμηθεί
κουβαλώντας βαριά κιβώτια με βλήματα όλμων αφήνοντας άναυδους τους έκπληκτους Βρετανούς στρατιώτες που πολεμούσαν στις ίδιες γραμμές.Κατά τη Μάχη του Μόντε Κασίνο τον Μάιο του 1944, ο Βόιτεκ κουβάλησε μόνος του πολλά κιβώτια βάρους 45 κιλών -για τη μεταφορά των οποίων χρειάζονταν
κανονικά τέσσερις στρατιώτες- χωρίς να του πέσει ούτε ένα! Για τις υπηρεσίες του στη συγκεκριμένη μάχη ο Βόιτεκ πήρε προαγωγή στο βαθμό του δεκανέα, ενώ έγινε και το επίσημο έμβλημα της 22ης Μοίρας Πυροβολικού!Μετά το τέλος του πολέμου, ο Βόιτεκ πήγε με τη μονάδα του στη Σκοτία
όπου πέρασε τους τελευταίους μήνες με τους συμπολεμιστές και φίλους τους μιας και οι Πολωνοί στρατιώτες σύντομα επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Το 1947 ο Βόιτεκ αποσύρθηκε στο Ζωολογικό Κήπου του Εδιμβούργου. Εκεί, τον επισκέπτονταν συχνά οι παλιοί συμπολεμιστές του, ενώ οι φύλακες
έλεγαν ότι κάθε φορά που άκουγε επισκέπτη να μιλάει πολωνικά, ζωντάνευε αμέσως. Ο Βόιτεκ πέρασε τα χρόνια του στο ζωολογικό κήπο, έως το 1963, όταν και πέθανε σε ηλικία 21 ετών.
• • •
Missing some Tweet in this thread? You can try to
force a refresh
Έμενε στο παρακάτω στενό. Και στο ισόγειο είχε το μαγαζί του. Μια σταλιά ήταν αυτό το μπακαλικάκι αλλά έβρισκες ό,τι ήθελες εκεί μέσα. Από παστή ρέγγα μέχρι φάκελο αλληλογραφίας. Από συνδετήρες μέχρι μάσκα για καταδύσεις. Τον λέγαμε « γλυκομίλητο» παρότι το όνομά του ήταν
Διονύσης Βερμισσώ.
- Κυρ Νιόνιο, έχεις μπλέ οινόπνευμα;
- Κυρ Διονύση, έχεις ξύλα κανέλας;
Μέρα παρά μέρα μ΄έστελνε η μάνα μου στο μαγαζί που ήταν γραμμή μετά το φούρνο της κυρα Αφροδίτης, να πάρω «χωριάτικο κι ύστερα απ’ το γλυκομίλητο λίγη φέτα , σαρδέλες παστές απ το
βαρέλι , κρασί και φακές» . Με το που έδινες την παραγγελιά , μ΄ένα πλατύ χαμόγελο πέταγε την ατάκα:
- Εύκολο πράμα!
Κι απ΄έξω μαζεύονταν τα γατιά της γειτονιάς να τους δώσει καμιά ρέγγα . Όταν έκλεινε το μαγαζί μεταμορφωνόταν . Τύλιγε την άσπρη του ποδιά στο συρτάρι , έβαζε τη
"Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ` τα παράθυρα και από τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά κτίρια. Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις —πλην ανατολικών— και οι ακόμη πιο
ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος, οι αστοί και οι εργατικοί, πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ` ουσίαν κυβερνάν τον κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για διασκέδαση, απόλαυση κι αμεριμνησία.
Ούτε για τα παιδιά δεν έμειναν
τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι από ένα σπίτι που τις μέρες αυτές δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση — ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού,
Παραμονή Χριστουγέννων του 1914, σταμάτησε ο πόλεμος για μία νύχτα κατά τον Α παγκόσμιο πόλεμο, στα χαρακώματα της Βελγικής πόλης Ιπρ...
Την παραμονή των Χριστουγέννων, άνδρες του Βρετανικού στρατού άκουσαν τους αντίπαλους Γερμανούς στρατιώτες να τραγουδούν τα κάλαντα, και είδαν
φανάρια και μικρά έλατα στα αντίπαλα χαρακώματα.
Λίγες ώρες πριν τα Χριστούγεννα, περιγράφει ο τελευταίος εν ζωή στρατιώτης, ο Σκωτσέζος Αλφρεντ Άντερσον (απεβίωσε το 2005 σε ηλικία 109 ετών), μερικοί Γερμανοί στρατιώτες σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλή ιδέα να στολίσουν τη δική
τους πλευρά των χαρακωμάτων. Έβαλαν μικρά κεράκια πάνω στα δέντρα και άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα. Απέναντι, κάποιοι Βρετανοί, άρχισαν και αυτοί να τραγουδούν στη δική τους γλώσσα.
Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η κάθε πλευρά ήταν κρυμμένη. Ο φόβος ότι αν κάποιος έκανε το πρώτο
ΕΡΜΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΤΕΛΗ.
Το άγαλμα αποδίδεται στον Πραξιτέλη, ενώ ο Πλίνιος αναφέρει ότι μία παρόμοια σύνθεση είχε φιλοτεχνηθεί από τον πατέρα του, Κηφισόδοτο. Χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ., στο μεταίχμιο της ύστερης κλασικής προς την πρώιμη ελληνιστική γλυπτική. Το άγαλμα εξαιτίας
της ομορφιάς και των τέλειων αναλογιών του αποτελεί την ιδανική εικόνα της κλασικής ομορφιάς και γλυπτικής και γι΄ αυτό μέσα σε λίγα χρόνια από την ανεύρεσή του έγινε περίφημο σε ολόκληρο τον κόσμο. Βρέθηκε στην Ολυμπία μέσα στο σηκό του Ηραίου.
Ο Ερμής της Ολυμπίας εμφανίζει τα
κύρια χαρακτηριστικά της πραξιτέλειας τεχνοτροπίας. Αναλυτικότερα, εικονίζει τον Θεό Ερμή σαν έναν νεαρό, όρθιο, γυμνό άνδρα χωρίς γένια, ο οποίος στηρίζεται στο δεξί πόδι και λυγίζει προς τα πίσω το αριστερό, ακουμπώντας στο έδαφος μόνο τα ακροδάχτυλα. Η στάση του είναι
Ντμίτρι Σοστακόβιτς, "Μαρτυρίες"
Ο τύραννος και η πιανίστρια.
Ο Στάλιν δεν εμφανιζόταν για κανέναν για αρκετές ημέρες. Άκουγε πολύ το ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή τηλεφώνησε στην Επιτροπή Ραδιοφωνίας και ρώτησε αν είχαν την ηχογράφηση του 23ο κοντσέρτου του Μότσαρτ,
το οποίο είχε ακούσει στο ραδιόφωνο την προηγούμενη μέρα. «Η Γούντινα έπαιξε», πρόσθεσε.
Του είπανε «φυσικά, υπάρχει». Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε ηχογράφηση - η συναυλία μεταδόθηκε ζωντανά. Φοβόταν όμως να πουν στον Στάλιν: "Όχι" - κανείς δεν ήξερε ποιες θα ήταν οι
συνέπειες. Η ανθρώπινη ζωή δεν μετρούσε γι 'αυτόν.
«Το μόνο που ήταν δυνατό ήταν να συμφωνήσω, να μαζέψουμε τη ορχήστρα ξανά" .
Ο Στάλιν ζήτησε να του σταλεί η ηχογράφηση της ερμηνείας του Μότσαρτ από την πιανίστρια Γιούντινα. Η Επιτροπή πανικοβλήθηκε, αλλά έπρεπε να